- ὀρνεοσκοπητικός
- ὀρνεο-σκοπητικός, die Vogelschau betreffend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ορνεοσκοπητικός — ὀρνεοσκοπητικός, ή, όν (Α) [ορνεοκοπώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόβλεψη τού μέλλοντος από το πέταγμα ή το κρώξιμο πτηνών … Dictionary of Greek